- τείνεται
- τείνωstretchaor subj mid 3rd sg (epic)τείνωstretchpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αερότονος — ἀερότονος, ον (Α) αυτός που τείνεται ή κινείται με τον αέρα («ἀερότονος καταπέλτης») (το ουδ. ως ουσιαστικό) τὸ ἀερότονον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + τονος < τείνω] … Dictionary of Greek
στάνει — Α (κατά τον Ησύχ.) «τείνεται, συμβέβυσται». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το επίθ. στενός] … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
sten-2 — sten 2 English meaning: narrow Deutsche Übersetzung: “eng, einengen”? Material: Alt. στενός, Ion. στεινός “eng” (*στεν Fό ς), Hom. τὸ στεῖνος “narrowness, narrow Raum; crush, crowdedness (so also Att. τὸ στένος)”, στενυγρός “eng” … Proto-Indo-European etymological dictionary